- χημειοτροπισμός
- ο бот. хемотропизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χημειοτροπισμός — και παλ. τ. χημικοτροπισμός, ο, Ν βοτ. τροπισμός ως απόκριση σε ένα χημικό ερέθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemotropism < chemo (< χημεία) + tropism (< τρόπος + ισμός*)] … Dictionary of Greek
χημικοτροπισμός — ο, Ν βλ. χημειοτροπισμός … Dictionary of Greek